- μάιδε
- επίρρ. μήτε («μάιδε σε πέτραν έκατσε, μάιδε σ' ελιάς κλωνάρι», δημ. τραγούδι).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μηδέ — και μήδε και μάιδε και μαϊδέ και μουδέ και μούδε (ΑΜ μηδέ, Μ και μήδε και μήδεν και μηδές και μοῡδε και μουδέν) (συμπλεκτικός σύνδεσμος που συνδέει κατά παράταξη δύο μέρη αρνητικής πρότασης ή ολόκληρες αρνητικές προτάσεις ή σπαν. και μετά από… … Dictionary of Greek